σταθεροποιητής

σταθεροποιητής
ο, Ν
1. ναυτ. καθεμιά από τις δύο προεξοχές στα πλάγια ύφαλα τού πλοίου, αλλ. σταθεροποιητικό πτερύγιο
2. χημ. χημική ουσία η οποία, δρώντας ως παρεμποδιστής ή αρνητικός καταλύτης, αποτρέπει τη διάσπαση μιας ένωσης περιορισμένης χημικής σταθερότητας
3. χημ. κολλοειδής ουσία που προστίθεται σε αιωρήματα και επιβραδύνει ή παρεμποδίζει την καταβύθιση τους
4. φρ. α) «οικονομικοί αυτόματοι σταθεροποιητές»
(οικον.) τα μέτρα που λαμβάνονται και οι μεταβλητές που χρησιμοποιούνται στην οικονομική πολιτική με στόχο την εξουδετέρωση τών διαταραχών τού οικονομικού κύκλου
β) «σταθεροποιητής τάσης»
(ηλεκτρολ.) διάταξη η οποία διατηρεί την ηλεκτρική τάση σταθερή, ανεξάρτητα από τις τυχόν μεταβολές της στο δίκτυο διανομής και είναι απαραίτητη για την ηλεκτρική τροφοδοσία συσκευών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταθεροποιώ, απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. stabilisateur (< λατ. stabilio «στερεώνω, στηρίζω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ουρία — I Οργανική χημική ένωση, διαμίδιο του ανθρακικού οξέος CO(NH2)2, το οποίο περιέχεται στα ούρα των θηλαστικών (στον άνθρωπο περίπου 2%), στο αίμα, στο γάλα και σε πολλά φυτά. Ονομάζεται και καρβαμίδιο. Την ανακάλυψε στα ανθρώπινα ούρα ο Ρουέλ το… …   Dictionary of Greek

  • ούρια — I Οργανική χημική ένωση, διαμίδιο του ανθρακικού οξέος CO(NH2)2, το οποίο περιέχεται στα ούρα των θηλαστικών (στον άνθρωπο περίπου 2%), στο αίμα, στο γάλα και σε πολλά φυτά. Ονομάζεται και καρβαμίδιο. Την ανακάλυψε στα ανθρώπινα ούρα ο Ρουέλ το… …   Dictionary of Greek

  • πυρίτιδα — (μπαρούτι). Στερεή εκρηκτική ύλη που χρησιμοποιείται για την εκτόξευση ενός βλήματος από πυροβόλο όπλο, για την προώθηση πολεμικού μηχανήματος κ.ά. * * * η / πυρῑτις, ίτιδος, ΝΜΑ νεοελλ. φρ. «άκαπνη πυρίτιδα» εκρηκτική ύλη από νιτροβάμβακα… …   Dictionary of Greek

  • σταθεροποιητικός — ή, ό, Ν [σταθεροποιητής] 1. αυτός που συμβάλλει στην επίτευξη σταθερότητας (α. «σταθεροποιητικά μέτρα για την οικονομία» β. «σταθεροποιητικός ο ρόλος τής χώρας μας στην ευρύτερη περιοχή μας») 2. το ουδ. ως ουσ. το σταθεροποιητικό αστρον. ουσία η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”