- σταθεροποιητής
- ο, Ν1. ναυτ. καθεμιά από τις δύο προεξοχές στα πλάγια ύφαλα τού πλοίου, αλλ. σταθεροποιητικό πτερύγιο2. χημ. χημική ουσία η οποία, δρώντας ως παρεμποδιστής ή αρνητικός καταλύτης, αποτρέπει τη διάσπαση μιας ένωσης περιορισμένης χημικής σταθερότητας3. χημ. κολλοειδής ουσία που προστίθεται σε αιωρήματα και επιβραδύνει ή παρεμποδίζει την καταβύθιση τους4. φρ. α) «οικονομικοί αυτόματοι σταθεροποιητές»(οικον.) τα μέτρα που λαμβάνονται και οι μεταβλητές που χρησιμοποιούνται στην οικονομική πολιτική με στόχο την εξουδετέρωση τών διαταραχών τού οικονομικού κύκλουβ) «σταθεροποιητής τάσης»(ηλεκτρολ.) διάταξη η οποία διατηρεί την ηλεκτρική τάση σταθερή, ανεξάρτητα από τις τυχόν μεταβολές της στο δίκτυο διανομής και είναι απαραίτητη για την ηλεκτρική τροφοδοσία συσκευών.[ΕΤΥΜΟΛ. < σταθεροποιώ, απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. stabilisateur (< λατ. stabilio «στερεώνω, στηρίζω»)].
Dictionary of Greek. 2013.